σταθμάρχης

σταθμάρχης
ο, Ν
προϊστάμενος σε σταθμό, σιδηροδρομικό, αυτοκινήτων κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταθμός + -άρχης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στον Κ. Οικονόμο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σταθμάρχης — ο 1. προϊστάμενος σιδηροδρομικού σταθμού: Ο σταθμάρχης σφύριξε για να αναχωρήσει το τρένο. 2. διοικητής επαρχιακού αστυνομικού σταθμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταθμαρχείο — το, Ν το οίκημα όπου εργάζεται ή και κατοικεί σταθμάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταθμάρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • Nassos Kedrakas — Nasos or Nassos Kedrakas Νάσος Κεδράκας Born November 21, 1915 Trikala Died August 25, 1981 Greece Occupation actor Athanasios (Nassos) Kedrakas (Greek: Νάσος Κεδράκας, November 21, 1915, Trikala August 25, 1981) was a Gre …   Wikipedia

  • -άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… …   Dictionary of Greek

  • -αινα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη ανδρωνυμικών κυρίως ονομάτων τής ΝΕ (πρβλ. Γιώργης Γιώργ αινα, Κώστας Κώστ αινα, Βασίλης Βασίλ αινα κ.τ.ό., καθώς και γιατρός γιάτρ αινα, τσαγγάρης τσαγγάρ αινα, σταθμάρχης σταθμάρχ αινα κ.τ.ό.), που δηλώνουν τη σύζυγο… …   Dictionary of Greek

  • στασιάρχης — ο, ΝΑ νεοελλ. (παλαιότερα) σταθμάρχης σιδηροδρομικού σταθμού αρχ. επικεφαλής στασιαστικού κινήματος, στασίαρχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • τελωνοσταθμάρχης — ο, Ν προϊστάμενος τελωνειακού σταθμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης / τελωνείο + σταθμάρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην εφημερίδα Εφημερίς της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek

  • Τολστόι — Επώνυμο Ρώσων συγγραφέων, καλλιτεχνών και κοινωνικών παραγόντων, που είχαν τον τίτλο του κόμη. 1. Αλεξέι Κονσταντίνοβιτς (Πετρούπολη 1817 – Κράνσι Ρογκ, Τσερνίγκοφ 1875). Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Από αριστοκρατική οικογένεια …   Dictionary of Greek

  • σταθμαρχείο — το γραφείο ή οίκημα στο οποίο εργάζεται ο σταθμάρχης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”